- σκληρότριχος
- -ον, Αβλ. σκληρόθριξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρότριχον — σκληρότριχος masc/fem acc sg σκληρότριχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] … Dictionary of Greek
σκληρότριχα — σκλήροθριξ with hard masc acc sg σκληρότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)